- μπογαλάκι
- το узелок с вещами;
πήρε τα μπογαλάκια του κι' έφύγε — он собрал свои пожитки и ушёл
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πήρε τα μπογαλάκια του κι' έφύγε — он собрал свои пожитки и ушёл
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπογαλάκι — το 1. μικρός μπόγος 2. στον πληθ. τα μπογαλάκια οι αποσκευές («μάζεψε τα μπογαλάκια του και έφυγε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού μπόγος, κατ επίδρασιν υποκορ. σε λάκι (πρβλ. χαλάκι)] … Dictionary of Greek